- γκόμενος
- ο (θηλ. γκόμενα, η)1. εραστής2. γοητευτικός, περιζήτητος στο άλλο φύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. γκόμενος < γκόμενα < ιταλ. gomena «σχοινί που δένεται η άγκυρα», μτφ. «η θηλειά που βάζει ο εραστής στον λαιμό του». Κατ' άλλη ετυμολογία γκόμενος πιθ. < ιταλ. gommeno ή gommoso < γαλλ. gommeux «νέος κομψευόμενος» — η λ. γκόμενα < γκόμενος].
Dictionary of Greek. 2013.