γκόμενος

γκόμενος
ο (θηλ. γκόμενα, η)
1. εραστής
2. γοητευτικός, περιζήτητος στο άλλο φύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. γκόμενος < γκόμενα < ιταλ. gomena «σχοινί που δένεται η άγκυρα», μτφ. «η θηλειά που βάζει ο εραστής στον λαιμό του». Κατ' άλλη ετυμολογία γκόμενος πιθ. < ιταλ. gommeno ή gommoso < γαλλ. gommeux «νέος κομψευόμενος» — η λ. γκόμενα < γκόμενος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γκόμενος — ο θηλ. α (λ. βενετ.), ο ερωτικός σύντροφος έξω από ένα νόμιμο γάμο, ο ερωτικός φίλος ή η ερωτική φίλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • γκόμενα — η βλ. γκόμενος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”